Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Δεξαμενές (αισθητηριακής) απομόνωσης


Ο Τζον Λίλι, ερευνητής στο εργαστήριο του Εθνικού Ινστιτούτου Πνευματικής Υγείας των Παρθένων Νήσων, επιχείρησε να περιορίσει τα εξωτερικά ερεθίσματα όσο το δυνατόν περισσότερο.
Έτσι σχεδίασε μια δεξαμενή απομόνωσης και το πείραμά του ξεκίνησε στα τέλη του 1954. Μέσα σε αυτή ανακάλυψε ότι το μυαλό χαλαρώνει και το άτομο ονειρεύεται, η συνείδησή του όμως είναι πάντα έτοιμη να αναλάβει δράση. Σημαντική ήταν η ανακάλυψη ότι η παραμονή στη δεξαμενή δημιουργεί είτε αίσθημα ευφορίας είτε φόβου. Κάπου βαθιά μέσα στο μυαλό μας βρίσκεται ένας μηχανισμός που δημιουργεί εσωτερικές εμπειρίες ανεξάρτητες από τον εξωτερικό κόσμο. Αυτό συμβαίνει όταν βρισκόμαστε σε κατάσταση βαθιάς φυσικής απομόνωσης, όπου το μυαλό δεν περνά σε κατάσταση ασυνειδησίας, άρα δεν σταματά. Αντιθέτως, δημιουργεί νέες εμπειρίες αξιοποιώντας τις αποθηκευμένες εντυπώσεις και μνήμες, γίνεται υπερδραστήριο και δημιουργικό. Αυτή ήταν η βασική ανακάλυψη που περιέγραψε ο Λίλι στις τρεις πρώτες σχετικές εκθέσεις του το 1956, 1957 και 1958.
Η δεξαμενή είναι μια στεγανή κοιλότητα που γεμίζει με ζεστά διαλύματα τόσο πυκνά, ώστε ακόμη και το πιο λεπτό άτομο επιπλέει μέσα της σε ύπτια στάση. Η άνωση εξουδετερώνει την επίδραση της βαρύτητας και δίνει στον επιπλέοντα την αίσθηση του αβαρούς. Η κοιλότητα είναι μαύρη και σιωπηλή. Με την απουσία εισερχόμενων αισθητηρίων ο επιπλέων νιώθει ελεύθερος και γαλήνιος. Συμπέρασμα των περισσοτέρων είναι ότι με αυτόν τον τρόπο ενισχύονται οι πνευματικές τους δεξιότητες.
Βραχυπρόθεσμη χρήση της μεθόδου της αισθητηριακής απομόνωσης φαίνεται ότι βοηθά στη χαλάρωση και το διαλογισμό αλλά η εκτεταμένη ή εξαναγκαστική χρήση της μπορεί να προκαλέσει αγχώδεις διαταραχές, ψευδαισθήσεις, παράξενες σκέψεις και κατάθλιψη.
Σε μεταγενέστερες μελέτες και πειράματα που διεξήχθησαν ανακαλύφθηκε ότι οι παραισθήσεις προκαλούνται από την αδυναμία του εγκεφάλου να εντοπίσει και να αναγνωρίσει την πηγή του ερεθίσματος, μια κατάσταση που ονομάζεται Faulty Source Monitoring.   

Πηγή: Focus, Wikipedia

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Το αινιγματικό χειρόγραφο Βόινιτς


Το χειρόγραφο Βόινιτς είναι ένα μυστηριώδες εικονογραφημένο βιβλίο με ακατανόητο περιεχόμενο. Θεωρείται ότι γράφτηκε πριν από αιώνες (400 έως 800 χρόνια περίπου) από κάποιον άγνωστο συγγραφέα, που χρησιμοποίησε ένα άγνωστο σύστημα γραφής και ακατανόητη γλώσσα.
Κατά τη διάρκεια της γνωστής ιστορίας του το χειρόγραφο αποτέλεσε αντικείμενο εντατικής μελέτης από πολλούς επαγγελματίες και ερασιτέχνες κρυπταναλυτές, μεταξύ των οποίων μερικοί από τους κορυφαίους Αμερικανούς και Βρετανούς αποκωδικοποιητές του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου, κανείς τους όμως δεν κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει έστω και μια λέξη. Αυτές οι επανειλημμένες αποτυχίες έχουν κάνει το χειρόγραφο Βόινιτς ξακουστό στην ιστορία της κρυπτογραφίας, έδωσαν όμως βάση και στην άποψη ότι το βιβλίο δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια περίτεχνη απάτη, μια δίχως νόημα εναλλαγή τυχαίων χαρακτήρων.
Το βιβλίο είναι γνωστό με το όνομα του Πολωνοαμερικανού παλαιοπώλη βιβλίων Βίλφριντ Βόινιτς (Wilfrid Voynich), που το αγόρασε το 1912. Σήμερα βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου του Γέιλ καταλογογραφημένο ως αντικείμενο MS408 της Βιβλιοθήκης Σπανίων και Χειρογράφων «Beinecke». Η πρώτη αναπαραγωγή του κυκλοφόρησε το 2005.
Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα εκτιμήσεις, το βιβλίο αρχικά αποτελείτο από 272 σελίδες περγαμηνής δεμένες σε 17 16σέλιδα. Σήμερα σώζονται γύρω στις 240 σελίδες, και ορισμένα κενά στην αρίθμησή τους (που έγινε μεταγενέστερα από τη συγγραφή του) δείχνουν ότι αρκετές σελίδες ήδη έλειπαν, όταν το απόκτησε ο Βόινιτς. Υπάρχουν επίσης ισχυρές ενδείξεις ότι σε κάποια στιγμή οι σελίδες του χειρογράφου αναδιευθετήθηκαν. Για τη δημιουργία του κειμένου και των εικόνων χρησιμοποιήθηκε πένα από φτερό και οι εικόνες χρωματίστηκαν με μπογιά (με κάπως άτεχνο τρόπο), πιθανώς αργότερα από τη δημιουργία τους.
Οι εικόνες του βιβλίου δε βοηθούν ιδιαίτερα στην κατανόηση του περιεχομένου, δείχνουν όμως ότι αποτελείται από έξι «ενότητες» με διαφορετικό αντικείμενο και στυλ: (Βοτανική, Αστρονομική, Βιολογική, Κοσμολογική, Φαρμακευτική, Συνταγές). Εκτός από την τελευταία ενότητα, που αποτελείται μόνο από κείμενο, σχεδόν κάθε σελίδα του βιβλίου περιέχει τουλάχιστον μια εικονογράφηση.
Το κείμενο έχει προφανώς γραφτεί από τα αριστερά προς τα δεξιά, με ένα κάπως ατημέλητο δεξί περιθώριο. Οι μεγάλες ενότητες χωρίζονται σε παραγράφους, που μερικές φορές σημαδεύονται από κουκκίδα στο αριστερό περιθώριο. Δεν υπάρχει εμφανής στίξη. Η σύνθεση ductus (λατ. ρημ. duco + carmen π.χ συνθέτω ποίημα) (η ταχύτητα, επιμέλεια και απόσταση των χαρακτήρων) ρέει στρωτά, όπως συμβαίνει όταν ο συγγραφέας καταλαβαίνει τι γράφει· το χειρόγραφο δίνει την εντύπωση ότι κάθε χαρακτήρας αποτυπώθηκε με τρόπο φυσικό, χωρίς προηγούμενη σκέψη.
Το κείμενο περιέχει πάνω από 170.000 διακριτές γλυφές, που συνήθως διαχωρίζονται από μικρά κενά. Οι περισσότερες γλυφές έχουν γραφεί με μια ή δυο κινήσεις της πένας. Αν και υπάρχει κάποια διαφωνία για το κατά πόσο οι γλυφές είναι διακριτές ή όχι, ένα «αλφάβητο» με 20-30 σύμβολα θα αρκούσε για να γραφεί όλο το κείμενο, με εξαίρεση ορισμένους «περίεργους» χαρακτήρες που εμφανίζονται μόνο μια ή δυο φορές.
Μεγαλύτερα κενά χωρίζουν το κείμενο σε περίπου 35.000 «λέξεις» που ποικίλλουν σε μέγεθος. Οι λέξεις μοιάζουν να ακολουθούν κάποιους φωνητικούς και ορθογραφικούς κανόνες. Για παράδειγμα, κάποιοι χαρακτήρες υπάρχουν σε όλες τις λέξεις (όπως τα φωνήεντα στα ελληνικά), κάποιοι χαρακτήρες ποτέ δεν γράφονται μετά από κάποιους άλλους, μερικοί μπορεί να είναι διπλοί ενώ άλλοι όχι.
Η στατιστική ανάλυση των λέξεων του κειμένου έδειξε ότι ακολουθούν την κατανομή μιας φυσικής γλώσσας. Για παράδειγμα, η συχνότητα των λέξεων ακολουθεί το νόμο του Ζιπφ και η εντροπία (περίπου 10 bits ανά λέξη) είναι παρόμοια με αυτή της αγγλικής ή της λατινικής γλώσσας. Μερικές λέξεις απαντώνται μόνο σε συγκεκριμένες ενότητες, ενώ άλλες σε ολόκληρο το χειρόγραφο. Υπάρχουν ελάχιστες επαναλήψεις στις «λεζάντες» που συνοδεύουν τις εικόνες. Στη "βοτανική" ενότητα, η πρώτη λέξη κάθε σελίδας συναντάται μόνο στη συγκεκριμένη σελίδα και μπορεί να είναι το όνομα του φυτού.
Από την άλλη, η «γλώσσα» του χειρόγραφου έχει αρκετές διαφορές με τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν λέξεις με περισσότερα από δέκα «γράμματα», ενώ υπάρχουν λίγες λέξεις με ένα ή δυο γράμματα. Η κατανομή των γραμμάτων μέσα στις λέξεις είναι επίσης κάπως περίεργη: κάποιοι χαρακτήρες υπάρχουν μόνο στην αρχή των λέξεων, κάποιοι μόνο στο τέλος, και άλλοι μόνο στη μέση-μια κατανομή που απαντάται στα αραβικά, αλλά όχι στο Ρωμαϊκό, Ελληνικό ή Κυριλλικό αλφάβητο (πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι το (τελικό) σίγμα γράφεται στα ελληνικά με διαφορετική μορφή όταν είναι στο τέλος μιας λέξης. Όμοια, ακόμα και στα αγγλικά τα κεφαλαία γράμματα, που συνήθως βρίσκονται μόνο στην αρχή των λέξεων, μπορεί να διαφέρουν δραματικά από τα αντίστοιχα μικρά).
Οι επαναλήψεις των λέξεων φαίνονται πιο συχνές απ' ό,τι στις ευρωπαϊκές γλώσσες: υπάρχουν περιπτώσεις όπου μια λέξη εμφανίζεται μέχρι και τρεις φορές στη σειρά. Λέξεις που διαφέρουν μόνο κατά ένα γράμμα, επίσης, επαναλαμβάνονται με ασυνήθιστη συχνότητα.
Υπάρχουν μόνο λίγες λέξεις στο χειρόγραφο γραμμένες σε κάτι που μοιάζει με Λατινική γραφή. Στην τελευταία σελίδα υπάρχουν τέσσερις γραμμές κειμένου, γραμμένες με (κάπως παραμορφωμένα) λατινικά γράμματα, εκτός από δυο λέξεις που είναι στην γραφή του υπόλοιπου κειμένου. Το κείμενο των γραμμών αυτών μοιάζει με τα Ευρωπαϊκά αλφάβητα του 15ου αιώνα, αλλά οι λέξεις δε βγάζουν νόημα σε καμία γλώσσα. Επίσης, σε μια σειρά διαγραμμάτων στην «αστρονομική» ενότητα τα ονόματα δέκα μηνών (Μάρτη έως Δεκέμβρη) είναι γραμμένα στο Λατινικό σύστημα, με ορθογραφία που παραπέμπει στις μεσαιωνικές γλώσσες της Γαλλίας ή της Ιβηρικής χερσονήσου. Όμως δεν είναι γνωστό αν αυτά τα ψίχουλα Λατινικής γραφής ήταν μέρος του αρχικού κειμένου ή προστέθηκαν αργότερα.
Η ιστορία του χειρόγραφου είναι ακόμα γεμάτη κενά, ειδικά σε ό,τι αφορά στις απαρχές της. Από τη στιγμή που το αλφάβητο δεν ανήκει σε καμιά γνωστή γλώσσα και το κείμενο δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί, η μόνη χρήσιμη πληροφορία για την προέλευση και την ηλικία του βιβλίου είναι οι εικόνες - ειδικά τα ρούχα και οι κομμώσεις των ανθρώπων που εικονίζονται, και ένα-δυο κάστρα που περιλαμβάνονται στα διαγράμματα. Όλα αυτά είναι Ευρωπαϊκά και βασισμένοι σε αυτές τις ενδείξεις, οι περισσότεροι ειδικοί χρονολογούν το χειρόγραφο μεταξύ του 1450 και του 1520. Η εκτίμηση αυτή υποστηρίζεται από άλλες, δευτερεύουσες ενδείξεις.
Ο πρώτος γνωστός ιδιοκτήτης του χειρόγραφου ήταν ο Γκέοργκ Μπάρες (Georg BareschΚίρχερ, ένας Ιησουίτης λόγιος από το Κολλέτζιο Ρομάνο της Ρώμης είχε εκδώσει ένα λεξικό της Κοπτικής γλώσσας (Αιθιοπικά) και είχε "αποκρυπτογραφήσει" τα Αιγυπτιακά ιερογλυφικά, του έστειλε (δυο φορές) ένα μικρό αντιγραμμένο τμήμα του χειρόγραφου ρωτώντας τον τη γνώμη του. Το γράμμα του 1639 προς τον Κίρχερ, που εντοπίστηκε πρόσφατα, είναι η πιο παλιά αναφορά στο χειρόγραφο που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα.
Δεν είναι γνωστό αν ο Κίρχερ απάντησε στο ερώτημα του Μπάρες, αλλά κατά τα φαινόμενα ενδιαφέρθηκε αρκετά, ώστε να προσπαθήσει να αποκτήσει το βιβλίο, το οποίο ο Μπάρες αρνήθηκε να του δώσει. Όταν ο Μπάρες πέθανε, το χειρόγραφο πέρασε στην κατοχή του φίλου του Γιάν Μάρτσι, τότε πρύτανη του πανεπιστημίου του Καρόλου στην Πράγα. Αυτός με τη σειρά του έστειλε το βιβλίο στον Κίρχερ, με τον οποίο διατηρούσε μακρόχρονη φιλική σχέση και αλληλογραφία. Το γράμμα του Μάρτσι που συνόδευε το χειρόγραφο αποτελεί ακόμα και τώρα μέρος του βιβλίου.
Τα ίχνη του βιβλίου χάνονται για τα επόμενα 200 χρόνια, αλλά κατά πάσα πιθανότητα διατηρήθηκε, μαζί με την αλληλογραφία του Κίρχερ, στη βιβλιοθήκη του Κολέτζιο Ρομάνο. Μάλλον έμεινε εκεί μέχρις ότου τα στρατεύματα του Βίκτωρα Εμμανουήλ κυρίευσαν τη Ρώμη το 1870 και την προσάρτησαν στο ιταλικό βασίλειο. Η νέα ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε να δημεύσει αρκετά περιουσιακά στοιχεία της εκκλησίας, ανάμεσα στα οποία και τη βιβλιοθήκη του Κολεγίου. Σύμφωνα με τις έρευνες του Χαβιέ Τσεκάλντι και άλλων, λίγο πριν να συμβεί αυτό πολλά βιβλία από τη βιβλιοθήκη του πανεπιστήμιου μεταφέρθηκαν στις προσωπικές βιβλιοθήκες των ακαδημαϊκών, που εξαιρούνταν από τη δήμευση. Η αλληλογραφία του Κίρχερ ήταν ανάμεσα σε αυτά τα βιβλία και προφανώς και το χειρόγραφο Βόινιτς, καθώς ακόμα φέρει τον αριθμό καταλόγου της βιβλιοθήκης του Πίετερ Μπεξ (Pieter Beckx), επικεφαλής των Ιησουιτών και πρύτανη του Πανεπιστήμιου εκείνη την εποχή.
Η προσωπική βιβλιοθήκη του Μπεξ μεταφέρθηκε στη Βίλλα Φρασκάτι, μια μεγάλη αγροικία κοντά στη Ρώμη που είχαν αγοράσει οι Ιησουίτες το 1866 και στέγαζε τη διοίκηση του Ιησουιτικού Κολλέτζιο Γκισλέρι.
Γύρω στα 1912 το Κολλέτζιο Ρομάνο είχε οικονομικές δυσκολίες και αποφάσισε να πουλήσει (κάτω από άκρα μυστικότητα) μερικά από τα περιουσιακά του στοιχεία. Ο Βίλφριντ Βόινιτς αγόρασε 30 χειρόγραφα, ανάμεσα στα οποία και εκείνο που σήμερα είναι γνωστό με το όνομά του. Το 1930, μετά τον θάνατό του, το χειρόγραφο κληρονόμησε η χήρα του, συγγραφέας Έθελ Λίλιαν Βόινιτς. Εκείνη πέθανε το 1960, αφήνοντας το χειρόγραφο στη φίλη της Αν Νιλ. Το 1961 η Νιλ πούλησε το βιβλίο στον παλαιοπώλη βιβλίων Χανς Κράους, ο οποίος, μη μπορώντας να βρει αγοραστή, δώρισε το χειρόγραφο στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ το 1969.
Απάτη;
Τα περίεργα χαρακτηριστικά του κειμένου (όπως οι διπλές και τριπλές λέξεις), το ύποπτο περιεχόμενο των εικονογραφήσεων (όπως τα "συγκολλημένα" φυτά), η απουσία ιστορικών αναφορών και σθεναρή αντίστασή του στις προσπάθειες αποκωδικοποίησης έχουν οδηγήσει πολλούς στο συμπέρασμα ότι το χειρόγραφο μπορεί να είναι απάτη.
Το 2003, ο επιστήμονας της πληροφορικής Γκόρντον Ραγκ (Gordon Rugg) έδειξε ότι μπορούσε να κατασκευάσει κείμενο παρόμοιο με αυτό του χειρόγραφου, χρησιμοποιώντας πίνακες με προθέματα, θέματα και καταλήξεις λέξεων που επιλέγονταν και συνδυάζονταν με ένα διάτρητο χάρτινο πλαίσιο. Ο μηχανισμός αυτός, γνωστός σαν πλέγμα Κάρνταν (Cardan grille), εφευρέθηκε γύρω στα 1550 ως εργαλείο κρυπτογράφησης, λίγο μεταγενέστερα αλλά πάντως την ίδια εποχή με την εκτιμώμενη χρονολογία δημιουργίας του χειρόγραφου. Μερικοί όμως ισχυρίζονται ότι από τη στιγμή που τα ψευδοκείμενα που δημιούργησε στα πειράματά του ο Ραγκ δεν έχουν τις ίδιες λέξεις και την ίδια στατιστική με το χειρόγραφο Βόινιτς, η ομοιότητά τους με τα "Βοϊνιτσιανά" είναι επιφανειακή.
Το κύριο επιχείρημα για την αυθεντικότητα του κειμένου είναι γενικά ότι το χειρόγραφο είναι πολύ περίπλοκο για να κατασκευάστηκε με σκοπό την εξαπάτηση. Όπως αναφέρθηκε, πολλοί σοβαροί γλωσσολόγοι και ιστορικοί έχουν διαπιστώσει ότι το χειρόγραφο είναι πολύ περίπλοκο και ενδιαφέρον. Οι απάτες, ειδικά εκείνης της εποχής, τείνουν να είναι άτεχνες και χοντροκομμένες. Αν το χειρόγραφο είναι όντως απάτη, είναι παρόλα αυτά μια πολύ περίτεχνη απάτη, και το ερώτημα του γιατί δημιουργήθηκε παραμένει σε κάθε περίπτωση αναπάντητο. Οι μελετητές γλωσσών έχουν επισημάνει ότι το χειρόγραφο διαθέτει ορισμένες στατιστικές λέξεων που απαντώνται στις φυσικές γλώσσες, και τις οποίες δεν έχει, γενικά, το τυχαία δημιουργημένο κείμενο. Από την άλλη, κάποιες έρευνες δείχνουν ότι το τυχαίο κείμενο μπορεί να παρουσιάσει τέτοια χαρακτηριστικά. Όπως κι ο ίδιος ο Ραγκ παραδέχεται, η δυνατότητα κατασκευής ενός τέτοιου χειρογράφου με τεχνικές εκείνης της εποχής δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το ίδιο το χειρόγραφο Βόινιτς είναι απάτη. Ούτε είναι αδύνατο, αν και όχι πολύ πιθανό, το τυχαίο κείμενο να παρουσιάζει κάποια στατιστική ομοιότητα με τις φυσικές γλώσσες. Έτσι, καμία από αυτές τις δυο θέσεις δεν μπορούμε να πούμε ότι κλείνει το θέμα.
Το Απρίλιο του 2007, μια μελέτη του αυστριακού ερευνητή Αντρέας Τσίνερ (Andreas Schinner) που εκδόθηκε στο Cryptologia υποστήριξε την υπόθεση της απάτης. Ο Τσίνερ θεώρησε πως απέδειξε ότι οι στατιστικές ιδιότητες του κειμένου του χειρογράφου ήταν ασυνάρτητες φράσεις που παρήχθησαν από μία ημιστοχαστική μέθοδο σαν και αυτή που περιέγραψε ο Ραγκ. Ωστόσο, η σύγκρισή του είναι έγκυρη μόνο για κείμενα γραμμένα σε ευρωπαϊκές γλώσσες ή κείμενα κρυπτογραφημένα δι' απλής αντικατάστασης και όχι για την ιδιαίτερα σύνθετη κρυπτογραφική μέθοδο του χειρογράφου, αν υφίσταται βεβαίως κάτι τέτοιο.
Στα τέλη του 2007 ο Κλωντ Μαρτάν (Claude Martin) ισχυρίστηκε επίσης ότι το χειρόγραφο είναι απάτη στηριγμένη σε αλγόριθμο για αναγραμματισμό. Παρόλο που μια τέτοια μέθοδος θα μπορούσε να παράγει κείμενο παρόμοιο με αυτό του χειρογράφου, δεν εξηγεί ικανοποιητικά γιατί θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί μια τόσο δύσκολη και χρονοβόρα μέθοδος για μια απάτη, συν το γεγονός ότι τέτοια μέθοδος δε χρησιμοποιείτο κατά τον μεσαίωνα. Σε αυτή την περίπτωση το σημαντικότερο πιθανώς είναι ότι ο Μαρτάν αποφεύγει να εκθέσει τη λογική επαγωγή που τον οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα.




Πηγή: Wikipedia, voynich.nu